Οὐλπιανοῦ

Οὐλπιανοῦ
Οὐλπιανός
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κειτούκειτος — Κειτούκειτος, ὁ (Α) κωμικό όνομα τού γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;] …   Dictionary of Greek

  • σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιάνειο δίκαιο — Το corpus juris civilis, που αποτελεί το καταστάλαγμα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: α) Εισηγήσεις (iustitutiones), οι οποίες διαιρούνται σε τέσσερα βιβλία, καθένα από τα οποία χωρίζεται σε τίτλους και κάθε τίτλος σε …   Dictionary of Greek

  • Μοδεστίνος — (3oς αι. μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Ήταν μαθητής του Ουλπιανού και ιδιαίτερος νομικός σύμβουλος του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου Αλέξανδρου Σεβήρου. Ήξερε ελληνικά και λέγεται ότι έγραψε πολλά από τα έργα του σε ελληνική γλώσσα. Ο Μ. διατύπωσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”